Μιχάλης Γ, Κώτης Αμερικάνος Σμηναγός Ερωτεύεται Σέρβα

Αμερικάνος Σμηναγός Ερωτεύεται Σέρβα

Η βραδιά ήταν γλυκιά. Λίγα  σύννεφα στον έναστρο ουρανό αργοσάλευαν. Δε φυσούσε  και  δεν έκανε κρύο. Την ησυχία της νύχτας έσπαγε το αραιό πέρασμα των ανθρώπων και το κρόασμα των βατράχων από τη γειτονική τεχνητή λιμνούλα του πάρκου. Τα ρουθούνια πλημμύρισαν μεθυστικές μυρωδιές νυχτολούλουδου και τα μάτια χόρτασαν πράσινο.

«Ίσα που προλάβαμε, το κορίτσι μου κι εγώ, να καθίσουμε στο παγκάκι, που λες Τζον», (άρχισε να αφηγείται το επεισόδιο στο φίλο του ο Νικ), «και δεχόμαστε, αγαπητέ μου, μιαν απρόσμενη, ξαφνική επίθεση από ένα νέγρο».

»Έδειχνε νέος, άντρακλας – τ’ αψήλου και του πλάτου –,   μεγαλόκορμος, φαρδόστηθος και πλατάς. Με μπράτσα γερά και σφιχτά, χερούκλες μακριές σαν του χιμπατζή, δάχτυλα μακριά όπως χαλιά τρίαινας, σε παλάμη πλατιά ίδια με πλατανόφυλλο. Ζυγωματικά πεταμένα και πηγούνι γερό, θελημετικό και ώμους στογγυλόφαρδους καθώς ξεκομμένοι βράχοι. Το κατάμαυρο όπως κατράμι μούτρο του το χαράκωναν βαθιές, κοφτές ρυτίδες κι έμοιαζε με πλισέ από ζαρωματιές και μορφασμούς και γκριμάτσες μίσους και έχθρας. Και ο ίδιος με μαύρο πειρασμό, με κέρατα και ουρά και μάτια κάρβουνα αναμμένα, που άστραφταν όπως η λάμα του ατσάλινου μαχαιριού που κράταγε στο χέρι του το δεξιό.

»Κάρφωσε μέσα στο μισοσκόταδο τη φονική ματιά του, λόγχισε τη δική μου απορημένη ματιά. Στη γωνιά των χοντρών του χειλιών γιαούρτι πηχτό το σάλιο. Και σε κάθε κίνησή του η ασημόχρωμη λάμα, μας τύφλωνε από το φως του φεγγαριού και του φωτισμού του πάρκου, που έπεφτε απάνω της κι αντανακλούσε».

«Και τι έγινε μετά, μωρέ Νικ», ρωτά με έκδηλη αγωνία ο Τζον.

«Μπήκα μπροστά από τη Νατάσα, αγαπητέ μου, και πήρα θέση άμυνας. Έμεινα για λίγες στιγμές σκεφτικός. Ήθελα να μυρίσω το θυμό του, να μετρήσω το μέγεθός του. Με το άσφαλτο ψυχόρμητό μου άκουσα ανάλαφρες ακόμα, ανάκουστες για τους άλλους τις πονηρές σκέψεις του και κατάλαβα πως μέσα του ακόνιζε το κακό.

»Μέσα μου άρχισε να βράζει ο θυμός. Πύρωσε το πρόσωπο από οργή, έσμιξαν τα τόξα των φρυδιών, σφίχτηκαν οι παλάμες σε γροθιές, φίδια ζώσαν τα μπράτσα, μαχαίρι γυμνό έγινε η ματιά μου. Η φωνή μου σκλήρυνε, έμοιαζε με βρυχηθμό έτσι δυνατή και άγρια που έβγαινε. Κι από το πυρωμένο και ρυτιδωμένο πρόσωπό μου, που έγινε σκληρός γρανίτης, κυλούσε σπυρωτό δρωτάρι. Ούτε στιγμή, όμως, η σκέψη μπήκε στο ανεξιχνίαστο σταυροδρόμι της κατεργαριάς!…

»Δεν μπορώ να πω πως δε φοβήθηκα. Πάντα της χτυπά, φίλε μου, η καρδιά στο μεγάλο κίνδυνο, όσο παλικάρι και να ’σαι. Άλλοτες δυνατότερα κι άλλοτες σιγότερα, όμως πάντα χτυπά! Μα γίνεται τιμονιέρης σε νεύρα, θυμό και οργή από τη μια και σε λογική και σύνεση την άλλη. Έχω την εντύπωση ότι σε τούτο ακριβώς διαφέρει ο γενναίος από το φοβιτσιάρη. Στον τελευταίο η καρδιά δεν κουμαντάρει τ’ άλλα δυο και τα κάνει θάλασσα. Σε ντροπιάζει πανάθεμά τη, σε ξευτελίζει η άτιμη, σε κάνει να μη νιώθεις άνθρωπος. Χάνεις αξιοπρέπεια κι αξιοσύνη κι αντρισμό.

»Ήταν φορές που μιλάγαμε και οι δυο μαζί. Μα δεν ήτανε λέξεις, παρά φωνές ασυνάρτητες, κραυγές… Λέξεις πολύ σκληρές, ολόγιομες λαρύγγι, τονημένες εδώ και ’κει, σφεντονισμένες στον αγέρα.

»Μείναμε για λίγο ακίνητοι. Κορμιά μπρούντζινα, πρόσωπα πέτρινα. Κοίταξα το νέγρο επίμονα, εξεταστικά, προσεχτικά. Κάτι μου θύμιζε η φάτσα του. Πίεσα το ανάστατο μυαλό μου, προσπαθώντας να το κάνω να τρέξει μέσα στο χρόνο, στο παρελθόν, να θυμηθεί. Ξαφνικά, σαν μια λάμψη άστραψε μέσα στο κεφάλι μου και η μνήμη φωτίστηκε και είδε και θυμήθηκε. Ήταν ο νέγρος που γρονθοκόπησα ανελέητα στην οδό Ουάσιγκτον. Εκείνος που άρπαξε την τσάντα της Νατάσας και επιχείρησε να το βάλει στο πόδι. Ω, ναι, ναι, σίγουρα αυτός είναι…, είπα στον εαυτό μου».

«Και ήταν αυτός;» ρωτά με περισσότερη ακόμα αγωνία ο Τζον.

«Ναι, αυτός ήταν, φίλε μου! Για όλα τα πράγματα στη ζωή υπάρχει πάντα η μία, η μοναδική φορά, αυτό λέει η ιστορία στο πέρασμα του χρόνου. Μα τούτος παρουσιάστηκε στη ζωή μας για δεύτερη φορά!… “Τι να θέλει ο καταραμένος;” αναρωτήθηκα.

»Ο νέγρος κατάλαβε τι είπα με τη σκέψη μου. Μας κοίταξε και τους δυο μ’ ένα παγωμένο βλέμμα, που μας έκανε να πονέσουμε‘ και να φοβηθούμε μαζί. Με βαριά σαν το σίδερο φωνή, μου λέει, αγαπητέ Τζον:

«Μα για να σε καθαρίσω παλιοτόμαρο, να πάρω εκδίκηση. Η ράτσα μας δεν αφήνει εκκρεμότητες. Γδικιέται όποιονα θελήσει να την ταπεινώσει. Και συ ετούτο προσπάθησες να κάμεις, να την ταπεινώσεις, ταπεινώνοντας εμένα!… Θα ποθάνεις, γιαουρτάνθρωπε!

»Και όρμησε καταπάνω μου με προτεταμένη τη λάμα, που γυάλιζε στο αμυδρό φως.

»Ενστικτωδώς έκανα μια γρήγορη κίνηση δεξιά. Το μαυρομάνικο με την ασημόχρωμη λάμα πέρασε πλάι μου, κάτω από τη μασχάλη. Αστραπιαία του σφίγγω το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι κάτω από τη μασχάλη και με το δεξί μου το αρπάζω και το χτυπώ με δύναμη στον ανασηκωμένο μηρό μου. Ο νέγρος βόγγηξε από πόνο. Η παλάμη του άνοιξε και το μαχαίρι έπεσε καταγής. Και την ίδια στιγμή κάνω την παλάμη μου γροθιά, την αμολώ και τον βρίσκει στον αριστερό κρόταφο. Ο νέγρος ξαπλώνει φαρδύς πλατύς στον πλακόστρωτο δρομίσκο. Με κόπο κατάφερα να τον συνεφέρω. Την ίδια στιγμή γυρνώ στη Νατάσα και της λέω να καλέσει με το κινητό της ασθενοφόρο και την αστυνομία».

«Όχι, όχι σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό. Δε θέλω να περάσω τη νύχτα μου στην “ψειρού”, στην υγρασία και τη σκοτεινιά της», μου λέει με ύφος ικετευτικό και αληθινό και την ίδια στιγμή προσθέτει με βουρκωμένα μάτια:

«Η κοινωνία, κύριε, με έφερε σε τούτη την κατάντια. Δυστυχώς είναι άδικη και μεροληπτική. Βλέπει, και σήμερα ακόμη, τον μαύρο, σαν δεύτερης κατηγορίας άνθρωπο, για να μην πω σαν ζώο. Είναι απάνθρωπο, κύριε, ο λευκός να τον αντιμετωπίζει σαν υποζύγιο!… Οι φυλετικές διακρίσεις, καθώς και η ασέβεια γενικά μιας χώρας στις βασικές αρχές και αξίες, όπως της ισότητας, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, δείχνει τη στάθμη του πολιτισμού της. Είναι απαράδεκτο να αξιολογεί κανείς το συνάνθρωπό του από το χρώμα, τη θρησκεία, τα πιστεύω του, περιφρονώντας τον νου και την καρδιά του! Αποτέλεσμα, να ψάχνει τρόπους, ακόμα και μέσα από την παρανομία και την αλητεία για να επιβιώσει. Και το χειρότερο τον εξαγριώνει και ζητά, κακώς βέβαια, εκδίκηση».

«Στα δικαιολογημένα παράπονά του περιορίστηκα να δείξω ότι συμφωνώ με κίνηση της κεφαλής μου. Απάντησα μόνο στην παράκλησή του να μην καλέσω την αστυνομία».

Με ύφος φιλικό, αυστηρό όμως, του αποκρίθηκα:

«Θα κάνω αυτό που μου λες, αλλά κι εγώ θέλω με τη σειρά μου να σε παρακαλέσω να γίνουμε φίλοι. Να σταματήσεις να με μισείς, να με βλέπεις εχθρό σου. Κι εγώ θα σου κάνω ό,τι λογικό μου ζητάς και μπορώ να σου το κάνω. Η έχθρητα, θέλω να ξέρεις, δεν οδηγεί ποτέ σε καλό! Πάρε τώρα ένα δεκαδόλαρο να φας και να πιείς στην υγειά μας, πάρε και την κάρτα μου και μη διστάσεις να με πάρεις τηλέφωνο σε ό,τι με χρειαστείς.

»Χούφτιασε το δεκαδόλαρο και την κάρτα μου με τη διεύθυνση, υποκλίθηκε στη Νατάσα, αγκάλιασε εμένα, ορκίστηκε ότι δέθηκε με αδελφική φιλία μαζί μας, δεσμεύτηκε ότι θα μας τηλεφωνεί και θα μας συναντά κάθε που θα μας χρειαζόταν ή που θα είχε να μας δώσει κάτι κι έφυγε. Και με το χέρι μάς χαιρετούσε, μέχρι που τον κατάπιε το μισοσκόταδο και η απόσταση του πλακόστρωτου δρομίσκου».

«Και κράτησε το λόγο του;» ρωτά με περιέργεια ο Τζον.

»Ναι, τον κράτησε, φίλε μου! Και όχι μόνο δε μας ενόχλησε, αλλά και δέθηκε μαζί μας, όπως μας υποσχέθηκε, με αληθινή φιλία. Γίνεται πιστός φίλος ο μαύρος, αγαπητέ Τζον, θυσιάζεται, δίνει και τη ζωή του, να ξέρεις, έτσι και σε συμπαθήσει!»