Μιχάλης Γ, Κώτης Μυστηριώδες όραμα

Μυστηριώδες όραμα

Στην πρωτεύουσα και συγκεκριμένα στα βόρεια προάστια ζούσε ένα ζευγάρι, ο τριαντάχρονος Δημήτρης Γιαννούδης, τραπεζικός υπάλληλος, άντρας ωραίος αρρενωπός, ευθυτενής, ψηλόλιγνος, και μελαχρινός, με καστανά μαλλιά και μελιά μάτια, και με πνεύμα οξύ και καρδιά περιβόλι, και η εικοσιπεντάχρονη σύζυγός του Μαρία, στέλεχος σε ιδιωτική επιχείρηση, ψηλή από τις μέτριες, γλυκύτατη, με μαλλιά καταρράκτη και μάτια λίμνη γαλαζοπράσινη, γυναίκα με καλλιέργεια πνεύματος και ευγένεια ψυχής.

Ζουν ευτυχισμένοι. Είναι αξιαγάπητο ζευγάρι, τόσο στη δουλειά, όσο και στη γειτονιά, και στον ευρύτερο περίγυρο τούς εκτιμούν και τους σέβονται. Από αγάπη παντρεύτηκαν, και με αγάπη πλέκουν το στεφάνι των ονείρων τους με κόκκινα τριαντάφυλλα. Έκτισαν τη φωλίτσα τους με γούστο και περνούν σ’ αυτό, μόνοι ή με φίλους, πολλές από τις ελεύθερες ώρες τους. Εκείνο όμως που σαν μαγνήτης τους τραβά είναι η ύπαιθρος. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα τα περνούν στο εξοχικό τους, στον Κάλαμο Αττικής, λίγα μέτρα από τη θάλασσα.

Η μόνη σκιά στην όμορφη ζωή τους είναι που κάποιο προβληματάκι της Μαρίας δεν τους παρέχει τη χαρά να γίνουν γονείς. Την πήγε στους καλύτερους γυναικολόγους, όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό, ξοδεύοντας μια περιουσία. Η συντριπτική πλειοψηφία των γιατρών υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα θα ξεπεραστεί με ειδική θεραπεία που συνεχίζει να υποβάλλεται και με φαρμακευτική αγωγή. Αυτό τους δίδει κουράγιο να συνεχίσουν την προσπάθεια. Και ζουν με την ελπίδα και τη διαβεβαίωση των γιατρών ότι κάποια μέρα θα έλθουν τα ευχάριστα.

* * *

Όμως, ο διάβολος ζήλεψε, φαίνεται, βλέποντας την ευτυχία του ζευγαριού και αποφάσισε να βάλει το σατανικό δάχτυλό του. Και το έβαλε δυστυχώς, γκρεμίζοντας ένα μέρος, ευτύχημα μικρό, από τον πύργο των ονείρων τους που έκτισαν.

Μια μέρα σε κάποιο Συνέδριο της Τράπεζας γνωρίστηκε με μια κυρία, Ιρέν Ζανουί του συστήθηκε, Γαλλίδα, στέλεχος εμπορικής Επιχείρησης στην Ελλάδα. Αντάλλαξαν τηλέφωνα και δεσμεύτηκαν να μη χαθούν. Η δέσμευση τηρήθηκε. Συναντήθηκαν και δεύτερη και τρίτη φορά, πολλές φορές. Αποτέλεσμα η γνωριμία έγινε φιλία και η φιλία αισθηματάκι και το αισθηματάκι βαθύ αίσθημα.

Ο Δημήτρης της εξηγήθηκε από την αρχή. Να μην ελπίζει σε τίποτε περισσότερο από μια εξωσυζυγική σχέση. Ευχαρίστως να απολαμβάνουν τον έρωτά τους, δίχως όμως άλλες δεσμεύσεις και ιδιαίτερα δίχως να αποβλέπει σε εγκατάλειψη της οικογενειακής του στέγης και σε διάλυση της οικογενειακής του ζωής. Η Ιρέν πάλι είχε έναν αποτυχημένο γάμο και δεν επιθυμούσε ένα δεύτερο και μάλιστα κλέβοντας τον άντρα μιας άλλης γυναίκας. Το έβλεπε πέρα για πέρα ανήθικο και αδιανόητο να το πράξει. Ποθούσε ερωτικά το Δημήτρη και από τη στιγμή που τον είχε, τίποτε περισσότερο δεν αποζητούσε.

Με διαφορετική δικαιολογία κάθε φορά ο οξυδερκής άντρας ξεγελούσε τη σύζυγό του και συναντιόταν με την Ιρέν και “έβγαζαν τα μάτια τους”, όπως λέει ο λαός, στο σπίτι της, μια βίλα στα βόρεια προάστια. Φυσικό ήταν κάποια μέρα να συμβεί, παρά τις προφυλάξεις, το ανεπιθύμητο σε παρόμοιες περιστάσεις. Η Ιρέν έμεινε έγκυος!

Ο Δημήτρης επέμενε να γίνει έκτρωση. Η Ιρέν αρνιόταν επίμονα. Ήθελε όσο τίποτε άλλο ένα παιδί, πολύ περισσότερο όταν αυτό είναι από τον Δημήτρη. Και τώρα που ήρθε να το σκοτώσει!… Όχι, όχι, ποτέ! Μίλησε πολιτισμένα μαζί του και δεσμεύτηκε ότι καμιά αξίωση δε θα έχει απ’ αυτόν και μάλιστα του πρότεινε η ίδια να δώσουν στο παιδί το δικό της επίθετο. Στο τέλος τον κατάφερε να συμφωνήσει, αν και έδειχνε ότι δεν το έκανε με τη θέλησή του.

* * *

Τρεις μήνες μετά από το τελευταίο απογοητευτικό για το ανδρόγυνο τεστ εγκυμοσύνης της Μαρίας προβαίνουν σε ένα ακόμα, (υποστήριζαν ότι θα είναι το τελευταίο, τόσο πολύ κουρασμένοι και απελπισμένοι ένιωθαν!…) και περιμένουν με αγωνία τα αποτελέσματα.

Μέρες μετά το τηλέφωνο κτύπησε και η φωνή του γυναικολόγου από την άλλη άκρη του τηλεφωνικού σύρματος τους ανακοινώνει τη χαρμόσυνη είδηση ότι το τεστ εγκυμοσύνης βγήκε θετικό και ως εκ τούτου η Μαρία είναι έγκυος. Σαν μικρά παιδιά έκαναν· πηδούσαν, χόρευαν, τραγουδούσαν, γελούσαν, έκλαιγαν από χαρά Το ζευγάρι έπλεε σε πελάγη απόλυτης ευτυχίας!

Όμως, για μια ακόμη φορά ο διάβολος δεν άφησε τον υποψήφιο πατέρα να νιώσει την απόλυτη χαρά. Απίστευτο και όμως αληθινό…, η μοίρα του έπαιξε περίεργο παιχνίδι!… Για κακή του τύχη, έμειναν ταυτόχρονα έγκυες και οι δυο γυναίκες. Το γεγονός αυτό του έσφιγγε την καρδιά και δεν μπορούσε να χαρεί την εγκυμοσύνη της γυναίκας του, που επί χρόνια αγωνίστηκαν να το πετύχουν.

Σχέδια επί σχεδίων κατάστρωναν στις συναντήσεις τους Δημήτρης και Ιρέν. Όλα τα εξέτασαν και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια. Και σε όλα δόθηκε η πρέπουσα λύση. Αν και σε κάποια, όπως το να γεννήσουν και οι δυο γυναίκες την ίδια μέρα και στην ίδια κλινική δεν μπορούσαν όχι να το προβλέψουν, αλλά και να το φανταστούν!… Μόνο σε μυθιστόρημα φαντασίας θα μπορούσε να το διαβάσει κανείς.

* * *

Οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες κύλησαν για τις δυο εγκυμονούσες όπως νερό σε κατηφορικό ποτάμι, δίχως εμπόδια στο διάβα τους. Όμως η μοίρα συνέχισε να παίζει για το Δημήτρη το κακό παιχνίδι που είχε αρχίσει μήνες πριν. Οι πόνοι  της γέννας, (αλήθεια τι σύμπτωση!), τις βρήκαν και τις δυο την ίδια μέρα. Με πλήρη μυστικότητα τις μεταφέρει στην ίδια κλινική για να γεννήσουν. Ένα τρίτο μάτι θα     το έβλεπε τολμηρό και επικίνδυνο. Γι’ αυτούς όμως, ιδιαίτερα για τον άντρα που έβλεπε να τον εξυπηρετεί η απόφαση αυτή, ήταν πέρα για πέρα ακίνδυνο.

Για μια ακόμα φορά το κακό παιχνίδι της μοίρας συνεχίστηκε. Μαρία και Ιρέν γέννησαν εντελώς συμπτωματικά την ίδια μέρα. Απίστευτο και όμως αληθινό! Παράλληλα συμβαίνουν απρόβλεπτα και παράδοξα πράγματα. Στη γέννα της γυναίκας του Μαρίας πεθαίνει το παιδί και στη γέννα της φιλενάδας του Ιρέν πεθαίνει η ίδια και ζει το παιδί, ένα ολόξανθο αγγελούδι, με γαλαζοπράσινα ματάκια, απαράλλαχτα ίδιο με τη μακαρίτισσα μανούλα του.

Σαν αστραπή έλαμψε μια σατανική σκέψη στο σατανικό μυαλό του Δημήτρη. Λαδώνει αδρά τον υπεύθυνο μαιευτήρα και την ομάδα του και τους υποχρεώνει να παίξουν το βρόμικο σχέδιο που εμπνεύστηκε. Και το ιατρικό τιμ παρουσιάζει στη γυναίκα του Δημήτρη ως παιδί τους το παιδί της φιλενάδας του, χωρίς να αντιληφθεί εκείνη το παραμικρό, μήτε βέβαια και κανένας άλλος πέρα από το μαιευτήρα και την υπεύθυνη νοσοκόμα.

* * *

 Ο Δημήτρης επέμεινε και το βάφτισαν Ειρήνη για να τιμήσει, (εν αγνοία βέβαια της συζύγου του!) τη μνήμη της μακαρίτισσας Ιρέν. Τα χρόνια περνούν και το μικρό κοριτσάκι μεγαλώνει με αγάπη, γίνεται δεσποινιδούλα, δίχως να γνωρίζει κανένας, εκτός από τον πατέρα, το μεγάλο μυστικό, ούτε φυσικά και το ίδιο. Όμως, κάτι το περίεργο και ανερμήνευτο, για τούτο και βασανιστικό για την έφηβη Ειρήνη συμβαίνει. Σε όνειρα και οράματά της, καθώς μεγαλώνει, βλέπει κάθε φορά μια γυναίκα που της μοιάζει καταπληκτικά, ολόξανθη και με γαλαζοπράσινα μάτια όπως η ίδια. Δεν λέει όμως σε κανένα τίποτε.

Τα χρόνια πέρασαν. Η δεσποινιδούλα γίνεται μια πανέμορφη νεαρή. Κάποια μέρα που βρίσκεται στο σπίτι μόνη, χτυπά το τηλέφωνο. Το σηκώνει. Από την άλλη άκρη του σύρματος ακούγεται μια άγνωστη γυναικεία φωνή:

«Με λένε Έλενα Ζανουί, Γαλλίδα στην καταγωγή. Εσύ κορίτσι μου είσαι η Ειρήνη Γιαννούδη του Δημήτρη και της Μαρίας;»

«Μάλιστα, κυρία, τι θα θέλατε;» ρωτά ευγενικά το κορίτσι.

«Θέλω, Ειρήνη, να συναντηθούμε οπωσδήποτε», λέει γλυκά και ευγενικά η άγνωστη κυρία και συνεχίζει: «Μη με ρωτήσεις γιατί ακριβώς σε θέλω. Δε θα σου πω απ’ το τηλέφωνο. Όμως, μη βάζει κακό ο νους σου. Θα μάθεις μιαν ενδιαφέρουσα αλήθεια που σε αφορά και που μόνο ο πατέρας σου κι εγώ γνωρίζουμε. Θα είσαι αφελής αν περιμένεις να σου την πει εκείνος. Να είσαι σίγουρη μαζί του θα την πάρει. Γι’ αυτό, έλα να την ακούσεις από μένα. Έλα και δε θα το μετανιώσεις. Το μόνο που θέλω, αν αποφασίσεις να πραγματοποιηθεί η συνάντηση, να μην λάβουν γνώση οι γονείς σου. Το γιατί θα το μάθεις στη συνάντησή μας. Θα σε περιμένω στο πατάρι του ζαχαροπλαστείου Πικαντίλι, επί της Ελευθερίου Βενιζέλου, απέναντι από το Πανεπιστήμιο. Θα είμαι ντυμένη στα μαύρα από πάνω ώς κάτω και θα κρατώ στο χέρι κόκκινο γαρίφαλο».

Ύστερα από βασανιστική σκέψη και πολλούς δικαιολογημένους ενδοιασμούς η Ειρήνη αποφασίζει να πάει στη μυστηριώδη συνάντηση, κρυφά από τους γονείς της, όπως συμφώνησαν με την άγνωστη κυρία. Δε δυσκολεύτηκε να τη γνωρίσει. Το μαύρο ντύσιμο και το γαρίφαλο βοήθησαν σ’ αυτό. Καθόταν σε μια ήσυχη γωνιά.

«Σίγουρα είστε η κυρία που μου τηλεφώνησε να συναντηθούμε, σας ακούω, είμαι όλη αυτιά», λέει το κορίτσι με έκδηλη ψυχική ταραχή. Η αγωνία της τι θα ακούσει έχει ανεβεί κατακόρυφα.

Η άγνωστη κυρία, αφού της υπέδειξε να καθίσει και αφού άφησε να απομακρυνθεί ο σερβιτόρος μετά τις παραγγελίες που πήρε, και αφού άφησε να ζωγραφιστεί σε πρόσωπο και χείλη ένα πλατύ, καλοσυνάτο χαμόγελο, αρχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι του μυστηρίου με καταπληκτική δεξιότητα, ευθύτητα, ειλικρίνεια και πειθώ:

«Θα σου πω όλη την αλήθεια με κάθε λεπτομέρεια, αγαπητή μου Ειρήνη. Ξέρω, κατά που βλέπεις, τ’ όνομά σου, όπως ξέρω ότι ο πατέρας σου σε βάφτισε Ειρήνη, για να τιμήσει με αυτό τον τρόπο την αείμνηστη μητέρα σου, ερωμένη του και αδελφή μου Ιρέν, που κυριολεκτικά λάτρευε, βέβαια κρυφά όλα αυτά από τη γυναίκα του!… Και γίνομαι πιο σαφής. Η πραγματική σου μητέρα, αγαπούλα μου, δεν είναι η κυρία Μαρία, είναι η αδελφή μου και ερωμένη του πατέρα σου που την έλεγαν Ιρέν. Την άφησε έγκυο, έγκυο άφησε και τη γυναίκα του Μαρία, αυτή που θεωρείς μητέρα σου. Συμπτωματικά γεννούν και οι δυο την ίδια μέρα, στην ίδια κλινική. Τις είχε μεταφέρει ο πατέρας σου, χωρίς να γνωρίζει η μια την ύπαρξη της άλλης».

Διακόπτει το μονόλογο για δευτερόλεπτα, όσα χρειάστηκε για να δροσίσει τα χείλη της με δροσερό νερό. Και χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση συνεχίζει:

«Στη γέννα και των δυο γυναικών, γλυκιά μου, συμβαίνουν απίστευτα πράγματα… Πεθαίνει η πραγματική σου μητέρα και αδερφή μου Ιρέν και ζεις εσύ, το παιδί της. Και πεθαίνει το παιδί της σημερινής μητέρας σου Μαρίας και ζει αυτή».

Το κορίτσι μένει άναυδο από τούτα τα απίστευτα που πιάνει το αυτί της… Καταπίνει λαίμαργα μια-μια τις λέξεις μυστηρίου αμάσητες, που βγαίνουν από το στόμα της κυρίας. Περιορίζεται μόνο στο να επαναλαμβάνει ψιθυριστά: “ιστορία που μοιάζει παραμύθι!…” Και σαν τέτοιο, διψά ν’ ακούσει τη συνέχεια.

Και το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να συνεχίσει είναι η κυρία Έλενα, η οποία με ευχαρίστηση συνεχίζει:

«Από το μυαλό του πατέρα σου, κορίτσι μου, περνά τότε ένα σατανικό σχέδιο και το βάζει σε εφαρμογή. Παίρνει η νοσοκόμα το ορφανό, δηλαδή εσένα, (συνεννοημένοι όλοι – μαιευτήρας, βοηθοί και νοσοκόμες – με το αζημίωτο βέβαια!… ) και σε βάζει στην αγκαλιά της άτυχης μάνας – της κυρίας Μαρίας –, τάχα για δικό της παιδί. Μήτε η ίδια, μήτε και κανένας άλλος, εκτός από τον πατέρα σου και μένα, (και φυσικά το ιατρικό τιμ), γνωρίζει το μυστικό αυτό».

Για δευτερόλεπτα σταματά, παίρνει το ποτήρι και δροσίζει τα χείλη της για δεύτερη φορά, βγάζει βαθύ ανασασμό, καταλήγει:

«Πιστεύω να κατάλαβες τώρα, Ειρήνη, ότι πραγματική σου μητέρα είναι η μακαρίτισσα αδερφή μου και φιλενάδα του πατέρα σου, δηλαδή είσαι ανιψιά μου».

Σωπαίνει και πάλι, παρατηρώντας το κορίτσι από την κορφή ως τα νύχια. Στιγμές μετά με φωνή ζεστή λέει:

«Γλυκό μου κορίτσι, φτυστή η μακαρίτισσα είσαι!… Και για του λόγου το αληθές, κοίταξε τη φωτογραφία της». Και βγάζει από την τσάντα της μια φωτογραφία και τη δίδει στο κορίτσι που δείχνει να τα ’χει χαμένα μ’ αυτά που ακούει.

Παίρνει τη φωτογραφία η Ειρήνη και την κοιτά προσεχτικά. Αν για την ιστορία που άκουσε έμεινε άναυδη, αμίλητη και ακίνητη καθώς άγαλμα, τώρα, παρατηρώντας τη φωτογραφία πάει να τρελαθεί. Τρέμει σύγκορμα και το πρόσωπό της μοιάζει κέρινο. Φέρνει τη φωτογραφία στο μέρος της καρδιάς και κατοπινά στο στόμα και τη φιλά ασταμάτητα, κάνοντάς τη μουσκίδι με τα φιλιά και με τα δάκρυά της, που σχηματίστηκαν κόμποι στα μάγουλα κι έπεφταν, και από τα τρεμάμενα χείλη της βγήκαν λόγια καρδιάς: «Γλυκιά μου μητερούλα…, χρόνια ερχόσουν στον ύπνο μου, σε έβλεπα σε όνειρα, κάποιες φορές που βρισκόμουν σε λήθαργο και σε οράματα, δίχως να γνωρίζω ποια είσαι!… Ομολογουμένως, ολόιδια σε όλα με σένα είμαι!»

Ανερμήνευτο φαινόμενο!… Μυστήριο! Η κυρία της φωτογραφίας, που δεν την είχε δει ποτέ το κορίτσι και δε γνώριζε απολύτως τίποτε σχετικό με την ύπαρξή της, είναι αυτή που χρόνια έβλεπε στον ύπνο και τον ξύπνιο του – σε όνειρα και οράματα!

Οι δυο γυναίκες, κυρία Έλενα και Ειρήνη, – θεία και ανιψιά με τα νέα δεδομένα –, δεσμεύτηκαν και το τήρησαν να κρατήσουν εφτασφράγιστο μυστικό τη σημερινή συνάντησή τους και όσες άλλες ακολουθήσουν. Και δεν ήταν λίγες, ιδιαίτερα οι προγραμματισμένες επισκέψεις τους στον τάφο της μακαρίτισσας, πέραν αυτών που από μόνη της πραγματοποιούσε. Μάλιστα σε κάποια από τις τελευταίες επισκέψεις είδε τον πατέρα της να αφαιρεί από τη μαρμάρινη ανθοστήλη του τάφου τα λουλούδια και  να τοποθετεί φρέσκα. Ήταν η εικόνα αυτή η επαλήθευση του μεγάλου μυστικού, η επιβεβαίωση μιας αλήθειας!… Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία η γυναίκα που χρόνια έβλεπε σε ονείρατα και οράματα, η γυναίκα της φωτογραφίας, η γυναίκα του ανερμήνευτου φαινόμενου, είναι η πραγματική της μητέρα!

Κάλυμνος 15/07/1979