Στου σύννεφου την πλάτη φόρτωσε την ευτυχία του ο άνθρωπος
και στου αγέρα τ’ άγριο μάτι την πολύτιμη φύλαξή της.
Και κάθε που το σύννεφο βαραίνει,
η ευτυχία πνίγεται στης βροχής το νερό.
Και κάθε που ο αγέρας φυσά,
το σύννεφο παραπαίει στον ουράνιο θόλο
και διαλύεται και σβήνει και πεθαίνει
κι αντάμα του θρυμματίζεται η εύθραυστη ευτυχία.
Κι εκείνος με τη μαύρη μοίρα του τα βάνει,
τάχα γιατί παιχνίδια άσχημα του παίζει!…
Στην άκρη του γέλιου φαντάζει η θλίψη χαιρέκακα,
στο άσαρκο σώμα της άπιαστης χαράς ο αβάσταχτος πόνος.
Και νεκροθάφτης των ονείρων του ο ίδιος!…
Περιπλανιέται άσκοπα,
το σύννεφο ψάχνοντας στον οργισμένο ουρανό να φτάσει,
τον αγέρα προσπαθώντας να χουφτιάσει στο μακρινό ορίζοντα!…
Να χτίσει παλάτι επιδιώκει με θέμελα στην άμμο,
ν’ ανασύρει νερό από πηγάδι με κοφίνι για κουβά!
Η λογική του ώριμου ανθρώπου
τραγική πρωταγωνίστρια της πιο φαιδρής παράστασης,
σ’ όλες τις διαστάσεις του μεγαλείου της παιδικής ανοησίας!…
Η ανθρώπινη ύπαρξη, στη δόξα της ανυπαρξίας της,
μεγαλουργεί ίδια με καυσόξυλο σε φουντωμένη φωτιά,
για ν’ απομείνει στο τέλος η στάχτη των ονείρων της!…
Άνθρωπος και σατανάς έγιναν ένα,
έσμιξαν καταπώς η θάλασσα με τη στεριά.