Μιχάλης Γ, Κώτης Μακάβρια Ιστορία

Μακάβρια Ιστορία

(Το ιταλικό επιβατηγό πλοίο “Φιούμε”, στο οποίο εργάζεται ο κυρ Γιώργης ο οποίος συνοδεύει τη δεκάχρονη βαφτιστικιά του Ειρήνη και τον πεντάχρονο αδελφούλη της Γιώργο, βυθίζεται σε καιρό πολέμου από συμμαχικό υποβρύχιο, για το λόγο ότι το τελευταίο είχε στήσει στην πλώρη του πυροβόλο όπλο, αν και το είχε προειδοποιήσει δυο φορές να το αφαιρέσει γιατί το απαγορεύουν οι κανονισμοί. Ο κυρ Γιώργης βρέθηκε στη θάλασσα με τα δυο μικρά. Παραθέτομε απόσπασμα από την αγωνιώδη προσπάθεια του δύστυχου ναυτικού να σώσει τα παιδιά δίχως σωσίβιο ή άλλο μέσο διάσωσης).

…………………………………………………………………………………………..

«Σκηνές φρίκης ακολούθησαν!… Και ο πιο σκληρός άνθρωπος θα λύγιζε θωρώντας τούτες τις τραγικές εικόνες κι ακούοντας τις ανατριχιαστικές κραυγές… Και πέτρινες καρδιές θα ράγιζαν!

»Να βλέπεις αλλού σώματα διαμελισμένα κι αλλού άντρες και γυναίκες να ψάχνουν απεγνωσμένα τους δικούς τους!… Αλλού νεκρά ανθρώπινα κουφάρια να επιπλέουν στην επιφάνεια κι αλλού να παίρνουν τον κατήφορο και να τα τρώει το μαύρο σκοτάδι του βυθού!… Και από παντού να φτάνουν ώς το αυτί σου κραυγές αγωνίας και απελπισίας και ουρλιαχτά φόβου και τρόμου και πόνου και πίκρας! Και τριγύρω το πρόσωπο της θάλασσας κόκκινο από το αίμα των τραυματισμένων και μαζί μαυριδερό από τα πετρέλαια και τα λάδια του πλοίου, που ετοιμαζόταν να μας αποχαιρετήσει κομμένο στα δύο, για να βρεθεί κατοπινά στο σκοτεινό βυθό και ν’ αναπαυτεί εκεί για πάντα.

»Παίρνω στην αγκαλιά μου το μικρό και πέφτουμε στη θάλασσα δίχως σωσίβια (μέσα σ’ εκείνο τον πανικό πού να βρεθούν σωσίβια!…) Σαν βρεθήκαμε  στο νερό το στήριξα στις πλάτες μου, κρατώντας με από τους ώμους με τα δυο χεράκια του. Την ίδια στιγμή έπεσε και η βαφτιστικιά μου και κολυμπούσε πλάι μας. Η θάλασσα ήταν σχετικά ήρεμη. Ένα ελαφρύ αγέρι σήκωνε ανεπαίσθητο κυματισμό.

»Όλα πήγαιναν καλά στην αρχή. Δυστυχώς, μια ώρα μετά όλα άλλαξαν. Ουρανός και θάλασσα συναγωνίζονταν σε τρέλα. Και δεν έλεγε να φανεί πλεούμενο για βοήθεια!… Και μήτε καταφέραμε να βρούμε κανένα βαρέλι, ξύλο, ή οτιδήποτε τέλος πάντων που να πλέει και να πιαστεί η μικρή. Βούλιαζε για λίγο η άτυχη και ξαναπρόβελνε.

»Αυτό στο τέλος συνέβαλε στο να χάσει ολότελα τις δυνάμεις της, δεν άντεχε άλλο, και σε μια στιγμή τη θωρώ να βουλιάζει και να παίρνει τα κάτω. Στη στιγμή κατεβάζω από την πλάτη μου το αγοράκι (μπορούσε να επιπλέει για λίγο μόνο του, όπως το ίδιο μου είπε), κάνω βουτιά, την αρπάζω από τα μαλλιά και τη φέρνω στην επιφάνεια.

»Μου ’μολογά την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Κι εγώ σαν λύση της προτείνω να πάρει τη θέση του αδελφούλη της και το μικρό να μ’ αγκαλιάσει από μπροστά και να περάσει τα χεράκια του από το λαιμό μου. Αυτό κι έγινε. Σαν δυο τσαμπιά σταφύλια – τόνα από το θώρακα και τ’ άλλο από τις πλάτες – κρέμονταν τα δυο παιδιά.

»Όμως, φυσικό ήταν αυτό να με κουράσει, με αποτέλεσμα να μην αντέχω άλλο και να βουλιάζουμε και οι τρεις. Λέω στη βαφτιστικιά μου με πόνο στην καρδιά και με τρόπο που να μην καταλάβει ο μικρός: “Να σας σώσω και τους δυο είναι αδύνατο!… το βλέπεις και η ίδια. Θα πρέπει να περιοριστεί το βάρος που κρατώ. Πώς όμως; Εάν συνεχίσουμε έτσι, θα πνιγούμε στο τέλος και οι τρεις!”

»Η μικρούλα φαίνεται ότι κατάλαβε τι ήθελα να πω. Κλαίει, ουρλιάζει, χτυπιέται!… Και έτσι κλαμένη και με φωνή όλο πόνο, πίκρα και θλίψη, που όμως δεν άφηνε το παραμικρό περιθώριο παρερμηνείας, αποκρίνεται: “Ή και τους δυο, νονέ, ή κανένα!”

»Βαθιά μαχαιριά τα λόγια της μικρής στην κουρασμένη καρδιά μου! Ενεργοποιώ όσες δυνάμεις μου απόμεναν και καταβάλλω νέες προσπάθειες για το σωτηρία των παιδιών. Αντέχω, όμως, για λίγο!… Οι δυνάμεις μου με πρόδωσαν, με εγκατέλειψαν εξολοκλήρου και βουλιάζουμε τώρα και οι τρεις. Με υπεράνθρωπη υπερπροσπάθεια ξαναερχόμαστε στην επιφάνεια. Αυτό επαναλήφθηκε δυο τρεις φορές απανωτά. Και ο πιο αισιόδοξος θεατής βλέποντάς μας, θα ’μολογούσε δίχως τον παραμικρό δισταγμό ότι αυτό δε θα κρατήσει για πολύ!

»Και δυστυχώς δεν κράτησε!… Δεν έφτανε η δική μου εξάντληση, τώρα βλέπω να νιώθουν εξαντλημένα και τα δυο μικρούλια, ιδιαίτερα το αγοράκι. Σε μια στιγμή μάλιστα γλιστρούν τα μικρά χεράκια του από τους ώμους μου και το παιδικό σωματάκι σαν πολύκιλο βαρίδι κατηφορίζει προς το βυθό. Σπρώχνω από τις πλάτες μου με κάπως βίαιο τρόπο τη βαφτιστικιά, εισπνέω βαθιά και γεμίζω τα πνεμόνια μου με αέρα, χώνω το κεφάλι στο νερό και κατηφορίζω, κυνηγώντας το αγόρι. Το έφτασα…, κατάφερα να το σώσω!… Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές… Ύστερα από υπεράνθρωπες προσπάθειες τα κατάφερα και πάλι!

»Όμως, ένιωθα να έχω εξαντληθεί ολότελα, να με έχουν εγκαταλείψει τελείως οι δυνάμεις μου. Την επόμενη φορά δεν τα κατάφερα… Το έβλεπα να κατηφορίζει προς το βυθό, μα δεν είχα τις απαραίτητες δυνάμεις να το φτάσω. Μάταια προσπάθησα…, με είχαν προδώσει δυστυχώς οι δυνάμεις μου!… Είχα καταναλώσει και το τελευταίο οξυγόνο που υπήρχε στα πνεμόνια μου, δίχως όμως αποτέλεσμα. Μάλιστα, λίγο έλειψε να πνιγώ κι εγώ από ασφυξία!… Μόλις που κατάφερα να φτάσω στην επιφάνεια με μισοχαμένες τις αισθήσεις μου!

»Και δεν έφτανε αυτό… Τα χειρότερα συνέβησαν στη συνέχεια. Ανεβαίνοντας στην επιφάνεια, ψάχνω να δω τη βαφτιστικιά μου. Πουθενά δεν τη βλέπω. Χώνω το κεφάλι μου στο νερό και τι λέτε αντίκρισαν τα μάτια μου!… Κατηφόριζε η άτυχη προς το βυθό, ακολουθώντας το αδελφάκι της. Κι εγώ τα έβλεπα με δάκρυα στα μάτια και αβάσταχτο πόνο στην καρδιά, ανήμπορος να τους προσφέρω βοήθεια. Δευτερόλεπτα μετά τα δυο μικρά σωματάκια χάθηκαν στα μαύρα σπλάχνα της θάλασσας. Η στενοχώρια μου δεν περιγράφεται… Δεν μπορούσα να αναπνεύσω!… Ο πόνος και η πίκρα μου φούσκωσαν την καρδιά, την ένιωθα μπαλόνι έτοιμο να σπάσει. Ιδιαίτερα όταν σκέφτηκα πώς θα αντικρίσω τους άμοιρους γονείς!    ………………………………………………………………………………………………..

»Αυτό που μέχρι σήμερα δεν μπορώ να ερμηνεύσω είναι, εάν ο πνιγμός της βαφτιστικιάς μου οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε χάσει τις δυνάμεις της, ή εάν το έκανε σκόπιμα, θέλοντας ν’ ακολουθήσει τον αδερφούλη της στην άλλη ζωή», λέει με πόνο ο κυρ Γιώργης κάθε που αναφέρεται σε τούτη τη μακάβρια ιστορία και το δάκρυ ποταμίζει στα κουρασμένα του μάγουλα!