Από μικρός ένιωθε ένα με τη θάλασσα‘ τ’ αγάπαγε τρελά από τότες τούτο το θηλυκό. Σ’ αυτή γεννήθηκε και μεγάλωσε κι αντρώθηκε. Ποτισμένο το πετσί του με την άρμη της και στις φλέβες του αίμα θαλασσινό κυλά. Από την πρώτη ακόμα παιδική του ηλικία φάνηκε η αξιοσύνη του στα πράγματα της θάλασσας. Οι άνθρωποι του νησιού έκαναν χάζι μαζί του. «Μωρέ Νικολιό», του έλεγαν, «αν πιάσεις πάτο σε τούτο το βάθος, έχεις ένα λουκούμι.» Και του πετούσαν ένα κατάλευκο βότσαλο βαθιά σε πέντε-έξι οργιές κι έπεφτε και το ’φερνε θριαμβευτικά από κείνο το βάθος. Ζαχαροπλαστείο θα μπορούσε ν’ ανοίξει απ’ τα πολλά γλυκίσματα που κέρδισε στα στοιχήματά του με τους ανθρώπους της θάλασσας. Καημό το είχαν μικροί και μεγάλοι στο νησί να πιάσουν το σταυρό ανήμερα των Φώτων, σαν έπεφτε κι αυτός.
Κι ο πατέρας του καμάρωνε κι έλεγε πως άξια έφερνε τ’ όνομα του πατέρα του, του καπετάν Νικόλα, του καπετάν Σορόκου όπως τον παρανόμιαζαν στο νησί. « Τούτο το δελφίνι », έλεγε με καμάρι για το γιο, « σκαρώθηκε σε μιαν ακρογιαλιά, ως είχα τη μάνα του κουπά μου κείνα τα δύσκολα χρόνια τού πολέμου που πηγαίναμε ξωμονή. Και γεννήθηκε στην ακρογιαλιά του ταρσανά, σαν καλαφάτιζα τη βάρκα μας με τη μάνα του βοηθό. Δεν πρόφταξα να τη μεταφέρω στο σπίτι ως κοιλοπόνεσε. Και το μωρουδιακό καθάρισμά του, σαν έπεσε από τη μήτρα της μάνας του, με το νερό της θάλασσας γένηκε, που λίγο το χλιάρυσε η μαμή, που στ’ αναμεταξύ είχε φτάσει.
Καπετάνιο θα τον σπουδάξω σα θα μεγαλώσει », κοκορευόταν κι έστριβε το κοντοκλαδεμένο μουστάκι του με περηφάνια, οσάκις ’μολόγα στη συντροφιά του τους κρυφούς πόθους του. Και ο γιος έπλεξε τα ονείρατά του «καπετάνιος να γενεί» στην αγάπη του που ένιωθε για τη θάλασσα και στη λαχτάρα του πατέρα του «άξιος άγγονας του καπετάν Σορόκου του παππού του ν’ αναδειχτεί…»