Τα άτομα που καταφεύγουν στις αισθήσεις,
να ταξιδέψουν επιθυμούν με τα φτερά της φαντασίας
σε τόπους μαγικούς, παραμυθένιους,
περιφρονώντας την πεζή πραγματικότητα,
να δραπετεύσουν επιδιώκουν από ’να περιβάλλον
οδυνηρό και αφιλόξενο,
την ευτυχία ψάχνοντας στου αργού θανάτου την αγκαλιά,
στων ναρκωτικών τον ψεύτικο παράδεισο.
Είδαν τον ήλιο αρχικά χωρίς ιδιαίτερη προφύλαξη
και υποψία κι επιφυλακτικότητα,
μπήκαν μέσα του, βαθιά στα σπλάχνα του,
έπαθαν εγκαύματα, κάηκαν, τσουρουφλίστηκαν,
δεν τράπηκαν όμως, δυστυχώς, σε φυγή, έμειναν ουδέτεροι…
Μια άρνηση,
ένα κενό,
ένα χάσμα αγεφύρωτο!…
Μακρινό παρελθόν…,
θλιβερό παρόν…,
αβέβαιο μέλλον!…
Ένα μέλλον σκοτεινό, μουντόχρωμο, αραχνιασμένο,
που το ξέβρασε η νύχτα που τους ζώνει,
που τη μισούν και την αγαπούν
και που τους καταπίνει τελικά το πηχτό σκοτάδι της.
Απόσπασμα από το ποίημα: “ΛΕΥΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ”