Κάπου, σ’ ένα απόμερο χάλασμα,
μια φούχτα τρυφερές υπάρξεις
– αγόρια και κορίτσια –
βρίσκονται στων ναρκωτικών τον ψεύτικο παράδεισο.
Άλλοτες γελούν και τραγουδούν και χαίροντα
κι άλλοτες κλαίνε και κράζουν και ουρλιάζουν.
Δείχνουν ν’ απώλεσαν κι αυτήν ακόμα τη συνείδησή τους.
Όλοι τους αναιμικοί και ωχροί και αδύνατοι
και το δέρμα τους ξηρό και κρύο.
Δε μιλούν, δε θυμούνται, δε θέλουν κι αυτήνα τη ζωή.
Δείχνουν άβουλοι κι αντικοινωνικοί και αδιάφοροι.
Βαριά κι αποπνιχτική η ατμόσφαιρα,
εικόνα καταθλιπτική και σκοτεινή και άθλια.
Στέρεψαν οι κρουνοί της νεανικής χαράς.
Κι αυτοί που μπορούν να γελάσουν δε γελούν!
Ακατανίκητη η επιθυμία τους να σφιχταγκαλιάσουν το θάνατο.
Φτερό στ’ οργισμένο αγριοκαίρι η ελπίδα για σωσμό
κι ο Ιάλεμος ασταμάτητα τραγουδά το γνωστό…
δικό του σκοπό!
Σεργιανίζει στα χαλάσματα της ψυχής τους τ’ απατηλό όνειρο
και στις κόρες των ματιών τους η απελπισία.
Κράζουν σαν τα κοράκια χωρίς να μιλούν,
κοιτάζουν σαν τα γεράκια χωρίς να βλέπουν!
Έκαψαν οι κεραυνοί τα όνειρά τους
και τ’ αγριομάνι διάλυσε της στάχτη τους στ’ αφρισμένα κύματα.
Μεθυσμένοι από τις ψευδαισθήσεις και τις παραισθήσεις τους,
παραπαίουν σαν τα αιωρούμενα ξεφτισμένα κρόσσια χραμιού.
Απόσπασμα από το ποίημα: “ΛΕΥΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ”