Σαν το χλομό τ’ αστέρι σ’ αφέγγαρη νυχτιά,
σαν το ξανθό το στάχυ στο φύσημα τ’ αγέρα,
ξεπρόβαλες δειλά – δειλά, γλυκό μου αγγελούδι,
για να μου πεις τι άλλο από το σ’ αγαπώ!
Και ’γω σε πήρα αγκαλιά, σ’ έσφιξα με λαχτάρα,
κι αμέσως αφουγκράστηκα τους χτύπους της καρδιάς σου,
τ’ ανεβοκατεβάσματα τ’ αριστερού σου στήθους,
π’ ακούμπαγε διακριτικά στο δεξιό μου μπράτσο.
Σε ρώτησα τι έπαθες, τι το κακό σε βρήκε
και συ μου αποκρίθηκες, τρέμοντας σαν σπουργίτι:
“Είχα τρεις ώρες να σε δω και τρεις να σε φιλήσω,
για τούτο τρέμω σαν πουλί, φοβάμαι μη σε χάσω! ”